βράχυνση

βράχυνση
η (Μ βράχυνσις) [βραχύνω]
η σμίκρυνση, το να καταστεί κάτι βραχύτερο ή μικρότερο
νεοελλ.
το γλωσσολογικό φαινόμενο κατά το οποίο μακρό φωνήεν ή δίφθογγος βραχύνεται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βράχυνση — η (γραμμ.), η τροπή ενός μακρόχρονου φωνήεντος ή διφθόγγου σε βραχύχρονο: Στην αρχαία γραμματική ένα από τα μεταπτωτικά φαινόμενα είναι και η βράχυνση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θέα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 62 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στις ανατολικές απολήξεις του Μακρού Όρους, 41 χλμ. ΒΔ της Αθήνας. Υπάγεται διοικητικά στον …   Dictionary of Greek

  • ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • φλέως — ω, ο, ΝΑ, και φλέο, το, Ν, και φλέος, και ιων. τ. φλοῡς, και φλοῡν, τὸ, Α νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων αγρωστωδών φυτών αρχ. είδος υδροχαρούς καλάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία φυτού, αβέβαιης ετυμολ., η οποία απαντά με τις μορφές: φλέως …   Dictionary of Greek

  • Κυθέρεια — Γένος μαλακοστράκων της οικογένειας των κυθερειιδών. Ανακαλύφθηκαν από τον Λαμάρκ το 1805 και περιλαμβάνουν μαλάκια με χοντρή κόγχη, λεία υαλοασβεστολιθική σύσταση και ωοειδές σχήμα. Απολιθωμένα λείψανά τους έχουν βρεθεί σε στρώματα διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • Πέρσης — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του τιτάνα Κρείου και της Ευρύβιας. Ήταν πατέρας της Εκάτης από την Αστερία, την αδελφή της Λητούς. Το προελληνικό αυτό όνομα σχετίζεται με θεότητες του κάτω κόσμου, για παράδειγμα, Περσεφόνη,… …   Dictionary of Greek

  • άρδα — ἄρδα, η (Α) η λέρα, η βρομιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. είναι η σύνδεση με το ρ. ἄρδω (παρά το αρχικό ᾰ τού ἄρδᾰ). Ο τ. προέρχεται είτε από ἄ ρδιᾰ (> ἀρτδᾰ > ἄρδᾰ) είτε από ἄρδη με υστερογενή βράχυνση του η σε ᾰ] …   Dictionary of Greek

  • έπιβδα — ἔπιβδα, η (Α) 1. η ημέρα μετά τον γάμο ή γιορτή, τα μεθεόρτια 2. στον πληθ. αἱ ἔπιβδαι η πρώτη μέρα τού χρόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *βδᾰ (< *πδα;) τ. αβέβαιης ετυμολογίας. Εικάζεται ότι εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρ. *ped (πεδ )… …   Dictionary of Greek

  • αγκυλογλωσσία — η Ιατρ. συγγενής (εκ γενετής) βράχυνση τής μεμβράνης η οποία συνδέει την κάτω επιφάνεια τής γλώσσας με το έδαφος τού στόματος (χαλινός της γλώσσας), πράγμα που μερικές φορές εμποδίζει τη γλώσσα να βγαίνει έξω από το στόμα (γλωσσοδέτης). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • αλωή — ἀλωή, η (Α) (επικός και μεταγενέστερος τύπος ἀλωά, πρβλ. αττ. τύπο ἅλως) 1. το αλώνι 2. έκταση φυτεμένη με αμπέλια, αμπελώνας 3. οποιαδήποτε καλλιεργημένη έκταση, κήπος, φυτεία 4. φωτεινός κύκλος γύρω από τον ήλιο ή το φεγγάρι, «άλως», «αλώνι» 5 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”